- σχεδίῃ
- σχέδιοςnearfem dat sg (epic ionic)σχεδίαraftfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχεδίη — σχέδιος near fem nom/voc sg (epic ionic) σχεδία raft fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
скедия — ладья , только др. русск. (Пов. врем. лет, Георг. Амарт. и др.; см. Срезн. III, 373). Из греч. σχεδίη, σχεδία легкое судно ; см. Мi. ЕW 298; Фасмер, Гр. сл. эт. 182; ИОРЯС 12, 2, 275 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… … Dictionary of Greek